νάζι

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

το
1. προσποιητή χάρη στην κίνηση ή στη συμπεριφορά, φιλάρεσκος τρόπος, σκέρτσο
2. φρ. «κάνει νάζια»
α) προσποιείται ότι αρνείται ή ότι δεν θέλει
β) κάνει ερωτικά σκέρτσα, ερωτικούς ακκισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. naz].