τσαντίλα
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
βλ. τσατίλα.
(II)
η, Ν
1. σάκος από ύφασμα αραιά υφασμένο, που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση του τυριού
2. συνεκδ. κάθε ύφασμα με αραιή ύφανση
3. (κατ' επέκτ.) ύφασμα κακής ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. tsedilo].