τσαρούχι

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

το, Ν
1. είδος ελαφρού και χαμηλού υποδήματος, από ακατέργαστο ή ημικατεργασμένο δέρμα, το οποίο φορούσαν παλαιότερα οι χωρικοί
2. το ειδικό υπόδημα τών ευζώνων, με κύριο χαρακτηριστικό την κόκκινη φούντα που φέρει στο πρόσθιο άνω μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. carik].