Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
ο, Νλεπτός τοίχος από δοκάρια, τα κενά μεταξύ τών οποίων συμπληρώνονται με πλίνθους, ή από ξύλινους πήχεις καλυμμένους με κονίαμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catma].