τσιμπίδι

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

το, Ν τσιμπίδα
υποκορ. τ. του τσιμπίδα.