τσουλήθρα

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

η, Ν
κυλίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουλώ + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα)].