τσουλώ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

και τσουλάω Ν
1. (μτβ.) σπρώχνω, κυλώ
2. (αμτβ.) γλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλῶ, μέσω ενός τ. τσυλώ (με τσιτακισμό) με διατήρηση της αρχ. προφοράς του -υ- (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι)].