τυλιχτάρι
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
το, Ν
το τυλιγάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυλιχτός + κατάλ. -άρι (πρβλ. κρεμαστάρι)].