τυλιχτάρι

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

το, Ν
το τυλιγάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυλιχτός + κατάλ. -άρι (πρβλ. κρεμαστάρι)].