τυμπανάρης

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

ὁ, Μ
τυμπανιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -άρης (πρβλ. λυράρης)].