τυμπανοπλαστία

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. η τυμπανοπλαστική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. tympanoplastie (< τύμπανο + -πλαστία < -πλάστης< πλάσσω)].