ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
η, Νιατρ. η τυμπανοπλαστική.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. tympanoplastie (< τύμπανο + -πλαστία < -πλάστης< πλάσσω)].