τυπολάτρης
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
Greek Monolingual
ο, θηλ. τυπολάτρισσα, Ν
ο υπερβολικά προσηλωμένος στους τύπους εις βάρος της ουσίας, φορμαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. τυπολάτραι, μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμ. Ροΐδη].