τυπολάτρης

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. τυπολάτρισσα, Ν
ο υπερβολικά προσηλωμένος στους τύπους εις βάρος της ουσίας, φορμαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. τυπολάτραι, μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμ. Ροΐδη].