φορμαλιστής
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
Greek Monolingual
ο, θηλ. φορμαλίστρια, Ν
1. οπαδός του φορμαλισμού, λογοτέχνης ή καλλιτέχνης που δίνει πρωταρχική σημασία στη μορφή του έργου του εις βάρος του περιεχομένου, που έχει την τάση να θεωρεί τη μορφή ως αυτοσκοπό και όχι ως έκφανση του περιεχομένου
2. τυπολάτρης, αυτός που είναι προσηλωμένος στους τύπους, γραφειοκράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. formalist (βλ. και λ. φορμαλισμός)].