Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Νβλ. τυγχάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ- του αορ. β' ἔ-τυχ-ον του τυγχάνω + κατάλ. -αίνω (πρβλ. λαβαίνω, τυχαίνω)].