τόνθων

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόνθων Medium diacritics: τόνθων Low diacritics: τόνθων Capitals: ΤΟΝΘΩΝ
Transliteration A: tónthōn Transliteration B: tonthōn Transliteration C: tonthon Beta Code: to/nqwn

English (LSJ)

παρὰ Κορίννῃ (Fr.40), ἐπὶ νωτιαίου (cod. νοτιβίου) κρέως τὸ ὄνομα, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «παρὰ Κορίννῃ ἐπὶ νωτιαίου κρέως τὸ ὄνομα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. τένθης «λαίμαργος» με φωνηεντισμό -ο- και έχει σχηματιστεί πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. τόνθος με επίθημα -ων (πρβλ. γρόνθων: γρόνθος)].