τὠρχαῖον

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

French (Bailly abrégé)

crase ion. p. τὸ ἀρχαῖον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τὠρχαῖον Ion. crasis voor τὸ ἀρχαῖον.

Russian (Dvoretsky)

τὠρχαῖον: ион. = τὸ ἀρχαῖον.

Greek (Liddell-Scott)

τὠρχαῖον: κατ’ Ἰωνικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἀρχαῖον, Ἡρόδ. 1. 173.

Greek Monotonic

τὠρχαῖον: Ιων. κράση αντί τὸ ἀρχαῖον.