υαλέμπορος

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
έμπορος γυαλικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + έμπορος].