υαλόεις

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
αυτός που είναι λαμπερός και διαφανής σαν το γυαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. -όεις].