υαλόπλινθος

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
τεχνητή πλίνθος από συμπαγές γυαλί, υαλόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + πλίνθος.