υγροβατώ

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
(για υδρόβια ζώα) κινούμαι, ζω στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -βατῶ (< -βατης < βαίνω), πρβλ. ὀρειβατῶ].