υγρολάξευτος

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που λαξεύθηκε από ροή του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -λάξευτος (< λαξεύω)].