υγρολάξευτος

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που λαξεύθηκε από ροή του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -λάξευτος (< λαξεύω)].