υγρολογία

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

η, Ν
επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών χυμών, τών ζωικών ρευστών του οργανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygrology (< υγρός + -λογία)].