υγρομέδων

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, ΜΑ
(ποιητ. τ.) κυρίαρχος τών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μέδων, μτχ. του ρ. μέδω «βασιλεύω, κυβερνώ»].