ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
-ές, ΜΑ
αυτός που αγαπά μανιωδώς το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -μανής (< θ. μαν- του μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-μά -ην), πρβλ. μεγαλομανής].