υγροπαγής

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός του οποίου το νερό είναι παγωμένο
αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει ασθενική κράση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -πάγ-ην), πρβλ. σκληροπαγής, ψυχροπαγής].