υγροπαθολογικός
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
φρ. «υγροπαθολογική θεωρία»
ιατρ. θεωρία σύμφωνα με την οποία οι αλλοιώσεις τών υγρών του οργανισμού προκαλούν νοσηρές διαταραχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + παθολογικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στο περιοδικό Ακαδημία].