φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
-όν, ΜΑαυτός που μεταβάλλει κάτι σε υγρό ή αυτός που παράγει υγρασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -ποιός].