υγρόθερμος

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
θερμός και υγρός ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + θερμός.