υγρόπισσα

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

η / ὑγρόπισσα, ΝΜΑ
ρευστή πίσσα, κεδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πίσσα.