υγρόπισσα

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

η / ὑγρόπισσα, ΝΜΑ
ρευστή πίσσα, κεδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πίσσα.