υδράρπαξ

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

-άγος, ὁ, Α
είδος χρονομέτρου με νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ἅρπαξ, -αγος].