υδρόχαρις

From LSJ

ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven

Source

Greek Monolingual

η / ὑδρόχαρις, -άριτος, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια υδροχαριτίδες της τάξης υδροχαριτώδη και περιλαμβάνει έξι περίπου υδρόβια είδη του Παλαιού Κόσμου και της Αυστραλίας
αρχ.
όνομα βατράχου στην Βατραχομυομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + χάρις. Ως επιστημον. όρος της Νεοελληνικής, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hydrocharis].