υλοτόμιο

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source

Greek Monolingual

το / ὑλοτόμιον, ΝΑ υλοτόμος
το μέρος του δάσους όπου γίνεται υλοτομία.