υπίατρος

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

ο, Ν
στρ. βαθμός αξιωματικού του υγειονομικού, αντίστοιχος του υπολοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ιατρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].