υπαιθρισμός

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

ο, Ν
(καλ. τέχν.) α) πρακτική της ζωγραφικής στο ύπαιθρο, σε αντιδιαστολή προς τη ζωγραφική του εργαστηρίου, η οποία έχει ως στόχο να συλλάβει και να αποδώσει την αμεσότητα του φυσικού τοπίου, όπως το φως, το χρώμα
β) πίνακας, τοπιογραφία που δίνει την έντονη εντύπωση του ανοιχτού χώρου.