υπελίσσω

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ὑπελίττω και ὑπειλίσσω Α
συστρέφω από κάτω προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐλίσσω / εἰλίσσω «στρέφω, περιστρέφω»].