υπεράχθομαι

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

Α
1. στενοχωριέμαι πάρα πολύ («τῇ Μιλήτου ἁλώσει ὑπεραχθεσθέντες», Ηρόδ.)
2. οργίζομαι πάρα πολύ εναντίον κάποιου («μεθ' οἷς ἐχθαίροις ὑπεράχθεο», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄχθομαι «λυπάμαι»].