υπερβέβαιος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -αία, Ν
περισσότερο και από βέβαιος, απόλυτα βέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + βέβαιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιω. Καρασούτσα].