υπερβέβαιος

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -αία, Ν
περισσότερο και από βέβαιος, απόλυτα βέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + βέβαιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιω. Καρασούτσα].