υπερδάκνω

From LSJ

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source

Greek Monolingual

Α
παθ. ὑπερδάκνομαι
έχω υποστεί στο δέρμα μου υπερβολικό ερεθισμό από έμπλαστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + δάκνω «δαγκώνω, βλάπτω, ενοχλώ»].