υπερεκτίμηση

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source

Greek Monolingual

η, Ν υπερεκτιμώ
υπερβολική εκτίμηση.