υπερεκτιμώ

From LSJ

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source

Greek Monolingual

ὑπερεκτιμῶ, -άω, ΝΜ
εκτιμώ κάτι υπερβολικά
νεοελλ.
(σχετικά με οικονομικό μέγεθος) αποδίδω μεγαλύτερη αξία από ό,τι πρέπει («τα έσοδα του προϋπολογισμού υπερεκτιμήθηκαν»).