υπερευπάθεια

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(φυτοπαθ.) η υπερευαισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + ευπάθεια].