υπερθαυμάζω

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

και ιων. τ. ὑπερθωμάζω Α
1. εκπλήσσομαι σε μέγιστο βαθμό
2. νιώθω υπέρμετρο θαυμασμό για κάποιον ή για κάτι.