αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
και ιων. τ. ὑπερθωμάζω Α1. εκπλήσσομαι σε μέγιστο βαθμό2. νιώθω υπέρμετρο θαυμασμό για κάποιον ή για κάτι.