υπερθορυβώ

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

Ν
1. προκαλώ μεγάλο θόρυβο
2. παθ. υπερθορυβούμαι
μτφ. θορυβούμαι σε μέγιστο βαθμό, καταθορυβούμαι.