υπερκαλλής

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
εξαιρετικά όμορφος, πανέμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -καλλής (< κάλλος), πρβλ. περικαλλής].