υπερκαλλής
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
εξαιρετικά όμορφος, πανέμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -καλλής (< κάλλος), πρβλ. περικαλλής].
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
-ές, ΜΑ
εξαιρετικά όμορφος, πανέμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -καλλής (< κάλλος), πρβλ. περικαλλής].