υπερκατασκευή

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ναυτ. κάθε κλειστή κατασκευή πάνω από το ανώτατο κατάστρωμα πολεμικού ή εμπορικού πλοίου
2. κάθε κατασκεύασμα που γίνεται πάνω από τον τελευταίο όροφο ή το τελευταίο επίπεδο ενός έργου («υπερκατασκευή γέφυρας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + κατασκευή.