υπερκατασκευή
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Greek Monolingual
η, Ν
1. ναυτ. κάθε κλειστή κατασκευή πάνω από το ανώτατο κατάστρωμα πολεμικού ή εμπορικού πλοίου
2. κάθε κατασκεύασμα που γίνεται πάνω από τον τελευταίο όροφο ή το τελευταίο επίπεδο ενός έργου («υπερκατασκευή γέφυρας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + κατασκευή.