υπερκρεμάννυμι

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

ΜΑ
(συν. παθ.) ὑπερκρεμάννυμαι
αναρτώμαι πάνω από κάποιον και, κυρίως, αναρτώμαι για χάρη κάποιου («χὠς ἀριστεῖον σφέων ὑπερκρεμασθείς, Χριστ. Πασχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].