υπερπρόθεσμος
From LSJ
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) ο εκπρόθεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -πρόθεσμος (< προθεσμία), πρβλ. ἐκπρόθεσμος].
-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) ο εκπρόθεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -πρόθεσμος (< προθεσμία), πρβλ. ἐκπρόθεσμος].