υπερπρόθεσμος

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) ο εκπρόθεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -πρόθεσμος (< προθεσμία), πρβλ. ἐκπρόθεσμος].