υποδέω
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
ΜΑ, και ὑποδέννυμι και ὑποδέννω και ὑποδένω Μ
δένω τα σανδάλια κάτω από τα πόδια μου, φοράω τα παπούτσια μου
αρχ.
1. τυλίγω τα πόδια με κάτι («τὰς καμήλους... ὑποδοῦσι καρβατίναις ὅταν ἀλγήσωσιν», Πλούτ.)
2. δένω κάτι από κάτω («ἁμαξίδας γὰρ ποιεῡντες ὑποδέουσι αὐτὰς τῇσι οὐρῇσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δέω / δέννυμι / δένω].