υποθραύω

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

ΜΑ θραύω
μσν.
θραύω, σπάζω κάτι από κάτω ή το σπάζω λίγο
αρχ.
1. θραύω μερικώς·2. παθ. ὑποθραύομαι
μτφ. καταβάλλομαι κάπως («ἤρξατο τὸ πολὺ τῆς ὑπερηφανίας λήγειν ὑποτεθραυσμένος», ΠΔ).