υποκατακλείω

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source

Greek Monolingual

Α
εγκλείω κάτι κάτω από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κατακλείω «κλείνω εντελώς, περιορίζω»].