υποκατορύσσω

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑποκατορύττω Α
(συν. το παθ.) ὑποκατορύσσομαι
σκάβομαι αποκάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κατορύσσω «σκάβω, ανοίγω λάκκο, θάβω»].